- κατακαῦται
- κατακαύτηςone who burnsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακαύτης — κατακαύτης, ὁ (Α) [κατακαίω] 1. αυτός που κατακαίει το πτώμα τού νεκρού 2. στον πληθ. oἱ κατακαῡται (στην Κρήτη) ομάδα επαγγελματιών που ανήκαν σε ενδιάμεση τάξη μεταξύ ελευθέρων και δούλων και είχαν ως έργο την καύση τών νεκρών … Dictionary of Greek